καναρινής, -ιά, -ί

καναρινής, -ιά, -ί
που έχει το χρώμα του καναρινιού, κιτρινόχρωμος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καναρινής — νιά νί [καναρίνι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού καναρινιού, κίτρινος 2. το ουδ. ως ουσ. το καναρινί είδος χρώματος, απόχρωση κίτρινου χρώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”